ἐξαλλάττω

ἐξαλλάττω
ἐξαλλάσσω
change utterly
pres subj act 1st sg (attic)
ἐξαλλάσσω
change utterly
pres ind act 1st sg (attic)
ἐξαλλάσσω
change utterly
pres subj act 1st sg (attic)
ἐξαλλάσσω
change utterly
pres ind act 1st sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαλλάσσω — ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [αλλάσσω] αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.) 2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας… …   Dictionary of Greek

  • παρεξαλλάττω — ΜΑ [εξαλλάττω] 1. αλλάζω κάτι κάπως 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) περεξηλλαγμένος, η, ον α) διαφορετικός («ἡ τόλμα... ἐνέργειά τίς ἐστι παρεξηλλαγμένη τοῡ συνήθους») β) παράδοξος …   Dictionary of Greek

  • ԱՅԼԱԿԵՐՊԵՄ — (եցի.) NBH 1 0085 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ն. ἁλλοιόω, μεταβάλλω, ἑξαλλάττω muto, vario, permuto, transmuto Այլակերպ առնել. այլայլել. այլագունել. այլազգ եւ նորօրինակ գործել. փոխել. ... *Այլակերպեաց առաջի նորա զերեսս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”